τραυματίας

τραυματίας
ο, ΝΜΑ, και ιων. τ. τρωματίας Α
αυτός που φέρει τραύμα, τραυματισμένος, λαβωμένος (α. «τραυματίας πολέμου» — αυτός που τραυματίστηκε κατά τη διάρκεια πολεμικής ενέργειας και, κατ' επέκτ., αυτός που έχει υποστεί μόνιμη σωματική βλάβη από τραυματισμό κατά τη διάρκεια πολέμου, αλλ. ανάπηρος πολέμουβ. «οἱ ζῶντες καταλειπόμενοι τραυματίαι τε καὶ ἀσθενεῑς», Θουκ.)
αρχ.
φρ. «Τραυματίας Ὀδυσσεύς» — τίτλος δράματος, πιθ. τού Σοφοκλέους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τραῦμα, τραύματος + κατάλ. -ίας (πρβλ. πλασματ-ίας, τερατ-ίας)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τραυματίας — τραυματίᾱς , τραυματίας wounded man masc acc pl τραυματίᾱς , τραυματίας wounded man masc nom sg (attic epic doric aeolic) τραυματίᾱς , τραυματίης masc acc pl τραυματίᾱς , τραυματίης masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραυματίας — ο αυτός που έχει τραύμα ή τραύματα, πληγωμένος, λαβωμένος: Δύο νεκροί και τρεις τραυματίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τραυματίαι — τραυματίας wounded man masc nom/voc pl τραυματίᾱͅ , τραυματίας wounded man masc dat sg (attic doric aeolic) τραυματίης masc nom/voc pl τραυματίᾱͅ , τραυματίης masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραυματιῶν — τραυματίας wounded man masc gen pl τραυματίης masc gen pl τραυματίζω fut part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραυματίαις — τραυματίας wounded man masc dat pl τραυματίης masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραυματία — τραυματίᾱ , τραυματίας wounded man masc nom/voc/acc dual τραυματίας wounded man masc voc sg τραυματίᾱ , τραυματίας wounded man masc voc sg (attic) τραυματίᾱ , τραυματίας wounded man masc gen sg (doric aeolic) τραυματίας wounded man masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυτραυματίας — ο, Ν ιατρ. τραυματίας που παρουσιάζει πολλές κακώσεις συνεπεία, ιδίως, οδικού ατυχήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. polytraumatise (< πολυ * + τραυματίζω / τραυματίας)] …   Dictionary of Greek

  • τραυματίαν — τραυματίᾱν , τραυματίας wounded man masc acc sg (attic epic doric aeolic) τραυματίας wounded man masc acc sg τραυματίᾱν , τραυματίης masc acc sg (attic epic doric aeolic) τραυματίης masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραυματίᾳ — τραυματίαι , τραυματίας wounded man masc nom/voc pl τραυματίᾱͅ , τραυματίας wounded man masc dat sg (attic doric aeolic) τραυματίαι , τραυματίης masc nom/voc pl τραυματίᾱͅ , τραυματίης masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • язвеный — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  =  прил. (греч. τραυματίας) раненый; убитый, изрубленный.… …   Словарь церковнославянского языка

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”